αμυστηρίαστος

αμυστηρίαστος
ἀμυστηρίαστος, -η, -ο (Μ) [μυστηριάζω]
ο αμυσταγώγητος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμυστηρίαστον — ἀμυστηρίαστος not initiated masc/fem acc sg ἀμυστηρίαστος not initiated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυστηριάστῳ — ἀμυστηρίαστος not initiated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυστηρίαστοι — ἀμυστηρίαστος not initiated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”